Λεξιλόγιο Ποντιακών –Υ– Pontic Greek Wordlist

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ποντιακά/Pontic Greek   Ελληνικά English
Υβρίζω Βρίζω To swear (call names)
Ύβρισμαν Βρίσιμο Swearing
Υβρίστας Υβριστής Swearer
Υβριστέας Υβριστής Swearer
Υέβω Συμφιλιώνομαι To make up, reconcile
Υείαν Υγεία Health
Υλάζω Γαβγίζω, φωνάζω σε κάποιον To bark, yell at someone
Υλέα Ύλη Matter (that has mass)
Υλέε Δάσος Forest
Υλιάκραι Άκρες δάσους Forest edges
Υλίζω Στραγγίζω To strain
υλιστέρ(ιν) Στραγγιστήρι Strainer (tool)
Υλιστερόν Στραγγιστό Strained
Υλιστή Στραγγιστήρι Strainer (tool)
Υλιστόν Στραγγισμένο γιαούρτι Strained yoghurt
Ύμνισμαν Όρκος Oath
Υνάζω Εγγίζω, πληγώνω To touch, hurt (someone)
‘Υναίκα Γυναίκα Woman
Υναικίζω Παντρεύομαι To get married (for a man)
Υνίασμαν Πλήγωμα Hurting
Υπαντή Προϋπάντηση Going out to welcome someone
υπάντρεμαν Παντρειά Marrying
Υπαντρεύω Παντρεύω To marry (for a woman)
Υπαντρία Παντρειά Marriage
Ύπαντρος Παντρεμένη Married (female)
Υπερηφανεύκο(υ)μαι Υπερηφανεύομαι To boast, take pride
Υπερηφανία Υπερηφάνεια Pride
Υπερουσία Εργασία, δουλειά Work, job
Υπερυλίζω Παραϊδρώνω To sweat a lot
Υπνάρης Υπναράς Sleepyhead (male)
υπνάσκο(υ)μαι Νυστάζω, υπνοβατώ To feel sleepy, sleepwalk
Υπνασμένος Υπνοβάτης Sleepwalker (male)
Υπνασμέντζα Υπνοβάτισσα Sleepwalker (female)
Υπνέας Υπναράς Sleepyhead (male)
Υπνού Υπναρού Sleepyhead (female)
Υπνωή Νύστα Drowsiness
Υπνώνω Νυστάζω To feel sleepy
Υπόδ-υπόδαι Υποπόδιο-υποπόδια Footstool-footstools
Υπόμενος Υπομονετικός Patient (adj. male)
Υπόμονος Ανεκτικός Tolerant (male)
Ύποπτεσα Ύποπτη Suspicious (female)
Υποτάζω Υποτάσσω To subjugate, subdue
Ύπουλεσα Ύπουλη Insidious (female)
Υπουράναι Επουράνια Heavenly things
Υπουργέσα Υπουργίνα Minister (of state - female)
Υποχοντρακός Υποχόνδριος Hypochondriac (male)
Υποψιάσκουμαι Υποψιάζομαι To suspect
Υρικλώσκομαι Τριγυρίζω To travel about, wander
Υρίκλωσμαν Τριγύρισμα Travelling about, wandering
Υροκλώθω Στριφογυρίζω To spin, wriggle, buzz around
Υρόκλωσμαν Στριφογύρισμα Twist, wiggle, buzzing around
Ύρος Γύρος Round, lap
Υστέρ Κατόπιν, ύστερα Then, after, later
Υστερ(ι)νός Τελευταίος Last (male)
Υστερμός Στέρηση Privation
Υστερνά Τελικά Finally
Υστερναίος Κατοπινός Later (adj. male)
Υστερνοκαίριν Φθινόπωρο Autumn
υστερνοκάρι Στερνοπαίδι Youngest child
Υστερνοπαίδ’ Στερνοπαίδι Youngest child
Υστερνοπούλ’ Στερνοπαίδι Youngest child
Υφάδ Υφάδι Woof (thread)
Υφαίνσιμον Ύφανση Weave, weaving
Υφαίστρα Υφάντρα Weaver (female)
Ύφαση Ύφανση Weave, weaving
Υφαστικά Υφαντικά Weaving fee
Ύφοατ Ύφος του His look (manner)
Ύφοσιμ Ύφος μου My look (manner)
Ύφοσις Ύφος σου Your look (manner)
Ύψηλος Ύψος Height
Ύψωμαν Αντίδωρο Holy communion bread particle

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Some letters are shown inside brackets with IPA notation to express actual pronunciation [ʃ=sh] [æ=a as in van]
Μερικά γράμματα φαίνονται εντός αγκίστρων με IPA για να υποδηλώσουν την προφορά [ʃ=παχύ σ] [æ=μεταξύ α και ε]

Language: 
Taxonomy upgrade extras: 
field_vote: 
0
Нема гласова