Ως την αυγή μιλούσανε, ως την αυγή εκλαίγαν,
Κι ως την αυγή τα πάθη τως και πόνους τως ελέγαν
Ήστραψεν η ανατολή κι εβρόντηξεν η δύση
όντε τα χείλη του 'νοιξε για ν’ αποχαιρετήση.
Κι ένα μεγάλο θαύμασμα στο παραθύρι εγίνη,
οι πέτρες και τα σίδερα κλαίγαν την ώρα εκείνη.
Εμίσεψ’ ο Ρωτόκριτος και βιάζει τον η ώρα,
μ’ ένα πρικ' αναστεναμό που σείστηκεν η χώρα.
Τα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα διηγάτο
και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του πιλογάτο.
Ουρανέ ρίξε φωτιά ο κόσμος ν’ αναλάβη
κι όλοι ας λαβού κι όλοι ας καού κι η Αρετή μη λάβη.
Στην άδικη απόφαση που δόθηκε σε μένα,
ν’ απαρνηθώ τον τόπο μου, να 'ξοριστώ στα ξένα.
Άστρη μην το βαστάξετε, ήλιε σημάδι δείξε
σε τέτοιον αφέντη αλύπητο αστροπελέκι ρίξε.